- κλάννω
- κλάννω και κλάνω (Α)κλω*.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος μτγν. τ. τού κλώ. Βλ. και κλάνω (Ι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλάνω — (I) (Μ κλάνω) 1. αφήνω πορδή, πέρδομαι 2. συμπεριφέρομαι περιφρονητικά ή υβριστικά και προσβλητικά σε κάποιον νεοελλ. 1. φρ. α) «κλάσε μας...» (σε έκφραση αγανάκτησης) παράτα μας β) «τά κλασε» ή «τήν έκλασε» φοβήθηκε γ) «κώλος που κλάνει γιατρό… … Dictionary of Greek